μισθοδοσία

μισθοδοσία
η
η καταβολή του μισθού στους εργαζόμενους: Είναι υπεύθυνος μισθοδοσίας σε μια επιχείρηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μισθοδοσία — μισθοδοσίᾱ , μισθοδοσία payment of wages fem nom/voc/acc dual μισθοδοσίᾱ , μισθοδοσία payment of wages fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοδοσίᾳ — μισθοδοσίαι , μισθοδοσία payment of wages fem nom/voc pl μισθοδοσίᾱͅ , μισθοδοσία payment of wages fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοδοσία — η (Α μισθοδοσία) [μισθοδότης] καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.) νεοελλ. το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές …   Dictionary of Greek

  • μισθοδοσίας — μισθοδοσίᾱς , μισθοδοσία payment of wages fem acc pl μισθοδοσίᾱς , μισθοδοσία payment of wages fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοδοσίαν — μισθοδοσίᾱν , μισθοδοσία payment of wages fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργομισθία — η 1. μισθοδοσία χωρίς να προσφέρεται υπηρεσία 2. ο μισθός τον οποίο παίρνει ο αργόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργόμισθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ελευθέριος — Όνομα αγίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο ιερομάρτυς (2ος αι. μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Ελλάδα. Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στη Ρώμη. Χειροτονήθηκε διάκονος σε ηλικία 15 ετών και… …   Dictionary of Greek

  • εξεταστής — ο (θηλ. εξετάστρια) (AM ἐξεταστής) [εξετάζω] νεοελλ. 1. αυτός που εξετάζει την απόδοση μαθητών, υποψηφίων κ.λπ. 2. εκείνος που έχει την τάση να ελέγχει τους άλλους αρχ. μσν. κριτής, δικαστής αρχ. 1. ελεγκτής δημόσιων λογαριασμών 2. (στην Αθήνα)… …   Dictionary of Greek

  • ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 …   Dictionary of Greek

  • κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”